πρωτόδικος

πρωτόδικος
-η, -ο
1. αυτός που δικάζει για πρώτη φορά: Πρωτόδικο δικαστήριο.
2. αυτός που εκδίδεται για πρώτη φορά από δικαστήριο: Πρωτόδικη απόφαση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πρωτόδικος — η, ο, Ν (νομ.) 1. αυτός που υπάγεται στη δικαιοδοσία τού πρωτοδικείου («πρωτόδικη υπόθεση») 2. αυτός που προέρχεται από πρωτοδικείο («πρωτόδικη απόφαση»). επίρρ... πρωτόδικα Ν στο πρωτοδικείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + δικος (< δίκη), πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… …   Dictionary of Greek

  • Ραγκαβής — Επώνυμο παλιάς βυζαντινής οικογένειας, από την οποία καταγόταν και ο αυτοκράτορας Μιχαήλ A’ ο Ραγκαβές. Άλλα σημαντικά μέλη της οικογένειας αυτής ήταν: 1. Αλέξανδρος Ρίζος (Κωνσταντινούπολη 1809 – Αθήνα 1892). Ποιητής, συγγραφέας, πανεπιστημιακός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”